- θαλάσσερμα
- το мор. балластная цистерна
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θαλάσσερμα — το 1. προσωρινό ή κινητό έρμα, από θαλασσινό νερό, πλοίων επιφανείας και υποβρυχίων 2. η δεξαμενή θαλάσσιου έρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάλασσα + έρμα «στήριγμα»] … Dictionary of Greek
-θαλασσ(ο) — πρώτο συνθετικό λέξεων που προσδίδει στο δεύτερο συνθετικό τη σημασία: α) σχέσης με τη θάλασσα («θαλασσόλυκος», «θαλασσασφάλεια» β) δοκιμασιών, βασάνων («θαλασσοπνίγομαι», «θαλασσοδέρνω») γ) αναστάτωσης, ταραχής («θαλασσοποιώ»). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek